Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καὶ ἐρευνητής

См. также в других словарях:

  • ερευνητής — ο θηλ. ερευνήτρια (AM ἐρευνητής, θηλ. ἐρευνήτρια* Α και ἐρευνητήρ, ο) [ερευνώ] αυτός που ερευνά, που εξετάζει, ο εξεταστής νεοελλ. 1. ο μελετητής (α. «ερευνητής ψυχολογικών φαινομένων» β. «ερευνητής μεσαιωνικής ιστορίας») 2. (φωτογρ.) εξάρτημα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Παπανικολάου, Γεώργιος — (Κύμη, Εύβοια 1883 – Φλόριντα, ΗΠΑ 1962). Έλληνας γιατρός, παθολογοανατόμος, βιολόγος και ερευνητής. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, από το οποίο αποφοίτησε το 1904 και βιολογία στο Μόναχο, όπου αναγορεύθηκε διδάκτορας το 1910.… …   Dictionary of Greek

  • Κοτζιάς, Γεώργιος — (1919 – 1977). Γιατρός και ερευνητής. Ήταν γιος του δημάρχου της Αθήνας Κωνσταντίνου Κοτζιά (βλ. λ.). Αποφοίτησε από την ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο Χάρβαρντ. Μετά την αποφοίτησή του δίδαξε ιατρική στο… …   Dictionary of Greek

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • Παγκανίνι Νικολό — (Paganini, 1782 – 1840). Ιταλός βιολιστής και συνθέτης. Δάσκαλοί του υπήρξαν, ο πατέρας του (ερασιτέχνης μουσικός) και ταπεινοί Γενοβέζοι βιολιστές. Έδωσε τις πρώτες του συναυλίες στη Γένοβα και στη Φλωρεντία και ύστερα πήγε στην Πάρμα, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Γέγκερ, Βέρνερ — (Werner Jaeger, Λόμπεριχ, Ρηνανία 1888 – Χάρβαρντ, ΗΠΑ 1961). Γερμανός φιλόλογος και καθηγητής πανεπιστημίου. Διετέλεσε καθηγητής της κλασικής φιλολογίας στα πανεπιστήμια της Βασιλείας (1915 16), του Κίελου (1916 21), του Βερολίνου (1921 36) και… …   Dictionary of Greek

  • Κον, Πολ Μόριτζ — (Paul Moritz Kohn, Αμβούργο 1924 –). Βρετανός μαθηματικός, γερμανικής καταγωγής. Απόφοιτος της σχολής μαθηματικών του Trinity College στο Κέιμπριτζ, έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του από το ίδιο πανεπιστήμιο το 1951. Τον επόμενο χρόνο ανακηρύχθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Λάιτχιλ, Μάικλ Τζέιμς — (Michael James Lighthill, Παρίσι 1924 – Σαρκ, Νησιά Τσάνελ 1998). Άγγλος μαθηματικός και ερευνητής. Αποφοίτησε από τη μαθηματική σχολή του Trinity College, στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ (1943). Το 1946 ξεκίνησε να διδάσκει στο πανεπιστήμιο του… …   Dictionary of Greek

  • Σίλβιους — (Sylvius). Όνομα με το οποίο είναι γνωστός ο Ολλανδός Φραντς ντε λε Μπόε (1614 – 1672), που κατά τη συνήθεια της εποχής εκείνης υπόγραφε τα έργα του με το λατινικό Sylvius. θεωρείται ο θεμελιωτής της ιατροχημείας και υπήρξε φημισμένος γιατρός και …   Dictionary of Greek

  • FRUMENTARII — apud Spartian. in Hadr. Erat curiosus non solum domus suae, sed etiam amicorum, ita ut per Frumentarios occulta omnia exploraret: nec adverterent amici, sciri ab Imp. suam vitam, priusquam ipse hoc Imp. ostenderet; nomen et officium fuit sub Impp …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»